- πλευμορρωγής
- πλευμορρωγής, ές,A with a rent in the lungs, Hp.Int.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλευμορρωγής — ές, Α αυτός που παρουσιάζει ρήξη τών πνευμόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεύμων + ρρωγής (πρβλ. ἔ ρρωγ α, παρακμ. τού ῥήγνυμι «σπάζω»)] … Dictionary of Greek
πλευμορρωγέες — πλευμορρωγής with a rent in the lungs masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)